Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlepidòtteri
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [lepiˈdɔtteri] λεπιδόπτερα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |