Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèrcio, lércio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛrʧo], [ˈlerʧo]

1 ακαθαρσία
2 βρώμα
3 συσσωρευμένη βρομιά και ακαταστασία

lèrcio, lércio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛrʧo], [ˈlerʧo]

βρωμιάρης (-α, -ικο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leptone lerciume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lepre (θηλ.ουσ)
leproma (ουσ αρσ )
leprotto (ουσ αρσ )
leptocefalo (ουσ αρσ )
leptone (ουσ αρσ )
lercio (ουσ αρσ )
lercio (επίθ.)
lerciume (ουσ αρσ )
lesbica (θηλ.ουσ)
lesbico (επίθ.)
lesbismo (ουσ αρσ )
lesbo (θηλ.ουσ)
lesena (θηλ.ουσ)
lesina (θηλ.ουσ)
lesinare (ρ.αμτβ.)
lesinare (ρ. μτβ.)
lesionare (ρ. μτβ.)
lesione (θηλ.ουσ)
lesivo (επίθ.)
leso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---