Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lesionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lezjoˈnare]

1 ζημιώνω
2 βλάπτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lesinare lesione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lesbo (θηλ.ουσ)
lesena (θηλ.ουσ)
lesina (θηλ.ουσ)
lesinare (ρ.αμτβ.)
lesinare (ρ. μτβ.)
lesionare (ρ. μτβ.)
lesione (θηλ.ουσ)
lesivo (επίθ.)
leso (επίθ.)
lessare (ρ. μτβ.)
lessata (θηλ.ουσ)
lessatura (θηλ.ουσ)
lessema (ουσ αρσ )
lessicale (επίθ.)
lessico (ουσ αρσ )
lessicografia (θηλ.ουσ)
lessicografico (επίθ.)
lessicografo (ουσ αρσ )
lessicologia (θηλ.ουσ)
lessicologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---