Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lessàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lesˈsare]

1 σιγοβράζω
2 βράζω
3 σιγοψήνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leso lessata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lesinare (ρ. μτβ.)
lesionare (ρ. μτβ.)
lesione (θηλ.ουσ)
lesivo (επίθ.)
leso (επίθ.)
lessare (ρ. μτβ.)
lessata (θηλ.ουσ)
lessatura (θηλ.ουσ)
lessema (ουσ αρσ )
lessicale (επίθ.)
lessico (ουσ αρσ )
lessicografia (θηλ.ουσ)
lessicografico (επίθ.)
lessicografo (ουσ αρσ )
lessicologia (θηλ.ουσ)
lessicologico (επίθ.)
lessicologo (ουσ αρσ )
lesso (ουσ αρσ )
lesso (επίθ.)
lestamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---