Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόleptocèfalo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [leptoˈʧɛfalo] 1 λεπτοκέφαλος 2 λεπτοκέφαλος προνύμφη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |