Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèpade  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛpade]

χήνα branta leucopsis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leopoldo lepidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Leonida (κύρ.όν. αρσ.)
leonino (επίθ.)
leontiasi (θηλ.ουσ)
leopardo (ουσ αρσ )
leopoldo (ουσ αρσ )
lepade (θηλ.ουσ)
lepidezza (θηλ.ουσ)
lepido (επίθ.)
lepidotteri (ουσ αρσ πληθ.)
lepisma (θηλ.ουσ)
lepre (θηλ.ουσ)
leproma (ουσ αρσ )
leprotto (ουσ αρσ )
leptocefalo (ουσ αρσ )
leptone (ουσ αρσ )
lercio (ουσ αρσ )
lercio (επίθ.)
lerciume (ουσ αρσ )
lesbica (θηλ.ουσ)
lesbico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---