Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèpido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛpido]

1 ευτράπελος
2 αστείος
3 πνευματώδης
4 σπιρτόζος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lepidezza lepidotteri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leontiasi (θηλ.ουσ)
leopardo (ουσ αρσ )
leopoldo (ουσ αρσ )
lepade (θηλ.ουσ)
lepidezza (θηλ.ουσ)
lepido (επίθ.)
lepidotteri (ουσ αρσ πληθ.)
lepisma (θηλ.ουσ)
lepre (θηλ.ουσ)
leproma (ουσ αρσ )
leprotto (ουσ αρσ )
leptocefalo (ουσ αρσ )
leptone (ουσ αρσ )
lercio (ουσ αρσ )
lercio (επίθ.)
lerciume (ουσ αρσ )
lesbica (θηλ.ουσ)
lesbico (επίθ.)
lesbismo (ουσ αρσ )
lesbo (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---