Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ippologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ippoloˈʤia]

ιππολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ippolito ippopotamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ippocratico (αρσ. επίθ και ουσ)
ippodromo (ουσ αρσ )
ippoglosso (ουσ αρσ )
ippogrifo (ουσ αρσ )
ippolito (ουσ αρσ )
ippologia (θηλ.ουσ)
ippopotamo (ουσ αρσ )
ippotrago (ουσ αρσ )
iprite (θηλ.ουσ)
ipsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
ipsofono (ουσ αρσ )
ipsometria (θηλ.ουσ)
ipsometrico (επίθ.)
ipsometro (ουσ αρσ )
ira (θηλ.ουσ)
irace (ουσ αρσ )
iracheno (αρσ. επίθ και ουσ)
iracondia (θηλ.ουσ)
iracondo (αρσ. επίθ και ουσ)
Iran (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---