Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόippòlito, ippolìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ipˈpɔlito], [ippoˈlito] Ιππόλυτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |