Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ippòdromo, ippodròmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipˈpɔdromo], [ippoˈdrɔmo]

ο ιππόδρομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ippocratico ippoglosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ippico (επίθ.)
ippocampo (ουσ αρσ )
ippocastano (ουσ αρσ )
Ippocrate (ουσ αρσ )
ippocratico (αρσ. επίθ και ουσ)
ippodromo (ουσ αρσ )
ippoglosso (ουσ αρσ )
ippogrifo (ουσ αρσ )
ippolito (ουσ αρσ )
ippologia (θηλ.ουσ)
ippopotamo (ουσ αρσ )
ippotrago (ουσ αρσ )
iprite (θηλ.ουσ)
ipsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
ipsofono (ουσ αρσ )
ipsometria (θηλ.ουσ)
ipsometrico (επίθ.)
ipsometro (ουσ αρσ )
ira (θηλ.ουσ)
irace (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---