Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipodèrma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipoˈdɛrma]

1 χόριο
2 υπόδερμα
3 υποδερμίς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipocritico ipodermico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipocondrio (ουσ αρσ )
ipocrisia (θηλ.ουσ)
ipocrita (ουσ αρσ και θηλ.)
ipocrita (επίθ.)
ipocritico (επίθ.)
ipoderma (ουσ αρσ )
ipodermico (επίθ.)
ipofisario (επίθ.)
ipofisi (θηλ.ουσ)
ipofosfato (ουσ αρσ )
ipofosforico (επίθ.)
ipofosforoso (επίθ.)
ipogastrico (επίθ.)
ipogastrio (ουσ αρσ )
ipogeo (ουσ αρσ )
ipogeo (επίθ.)
ipoglicemia (θηλ.ουσ)
ipoglicemico (επίθ.)
ipoglobulia (θηλ.ουσ)
ipoglosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---