Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipocrisìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ipokriˈzia]

1 ιησουὶτισμός
2 φαρισαὶσμός
3 διπροσωπία
4 υποκρισία
5 διπλοπροσωπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipocondrio ipocrita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipocloroso (επίθ.)
ipocondria (θηλ.ουσ)
ipocondriaco (αρσ. επίθ και ουσ)
ipocondrico (επίθ.)
ipocondrio (ουσ αρσ )
ipocrisia (θηλ.ουσ)
ipocrita (ουσ αρσ και θηλ.)
ipocrita (επίθ.)
ipocritico (επίθ.)
ipoderma (ουσ αρσ )
ipodermico (επίθ.)
ipofisario (επίθ.)
ipofisi (θηλ.ουσ)
ipofosfato (ουσ αρσ )
ipofosforico (επίθ.)
ipofosforoso (επίθ.)
ipogastrico (επίθ.)
ipogastrio (ουσ αρσ )
ipogeo (ουσ αρσ )
ipogeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---