Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipogèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipoˈʤɛo]

υπόγειο

ipogèo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ipoˈʤɛo]

υπόγειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipogastrio ipoglicemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipofosfato (ουσ αρσ )
ipofosforico (επίθ.)
ipofosforoso (επίθ.)
ipogastrico (επίθ.)
ipogastrio (ουσ αρσ )
ipogeo (ουσ αρσ )
ipogeo (επίθ.)
ipoglicemia (θηλ.ουσ)
ipoglicemico (επίθ.)
ipoglobulia (θηλ.ουσ)
ipoglosso (ουσ αρσ )
ipoglosso (επίθ.)
ipoglottide (θηλ.ουσ)
ipometropia (θηλ.ουσ)
iponutrizione (θηλ.ουσ)
ipoplasia (θηλ.ουσ)
iposecrezione (θηλ.ουσ)
iposolfito (ουσ αρσ )
iposolforoso (επίθ.)
ipospadia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---