Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipoglòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipoˈglɔsso]

υπογλώσσιο

ipoglòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ipoˈglɔsso]

υπογλώσσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipoglobulia ipoglottide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipogeo (ουσ αρσ )
ipogeo (επίθ.)
ipoglicemia (θηλ.ουσ)
ipoglicemico (επίθ.)
ipoglobulia (θηλ.ουσ)
ipoglosso (ουσ αρσ )
ipoglosso (επίθ.)
ipoglottide (θηλ.ουσ)
ipometropia (θηλ.ουσ)
iponutrizione (θηλ.ουσ)
ipoplasia (θηλ.ουσ)
iposecrezione (θηλ.ουσ)
iposolfito (ουσ αρσ )
iposolforoso (επίθ.)
ipospadia (θηλ.ουσ)
ipossiemia (θηλ.ουσ)
ipostasi (θηλ.ουσ)
ipostatico (επίθ.)
ipostilo (επίθ.)
ipotalamo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---