Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iposolfìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iposolˈfito]

υποσουλφίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iposecrezione iposolforoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipoglottide (θηλ.ουσ)
ipometropia (θηλ.ουσ)
iponutrizione (θηλ.ουσ)
ipoplasia (θηλ.ουσ)
iposecrezione (θηλ.ουσ)
iposolfito (ουσ αρσ )
iposolforoso (επίθ.)
ipospadia (θηλ.ουσ)
ipossiemia (θηλ.ουσ)
ipostasi (θηλ.ουσ)
ipostatico (επίθ.)
ipostilo (επίθ.)
ipotalamo (ουσ αρσ )
ipotassi (θηλ.ουσ)
ipotattico (επίθ.)
ipoteca (θηλ.ουσ)
ipotecabile (επίθ.)
ipotecare (ρ. μτβ.)
ipotecario (επίθ.)
ipotensione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---