Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipotensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ipotenˈsjone]

1 χαμηλή αρτηριακή πίεση
2 υπόταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipotecario ipotensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipotattico (επίθ.)
ipoteca (θηλ.ουσ)
ipotecabile (επίθ.)
ipotecare (ρ. μτβ.)
ipotecario (επίθ.)
ipotensione (θηλ.ουσ)
ipotensivo (επίθ.)
ipotenusa (θηλ.ουσ)
ipotermia (θηλ.ουσ)
ipotesi (θηλ.ουσ)
ipoteso (ουσ αρσ )
ipoteso (επίθ.)
ipoteticamente (επίρ.)
ipotetico (επίθ.)
ipotiposi (θηλ.ουσ)
ipotiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipotiroidismo (ουσ αρσ )
ipotizzare (ρ. μτβ.)
ipotonia (θηλ.ουσ)
ipotonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---