Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipotipòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ipotiˈpɔzi]

υποτύπωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipotetico ipotiroideo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipotesi (θηλ.ουσ)
ipoteso (ουσ αρσ )
ipoteso (επίθ.)
ipoteticamente (επίρ.)
ipotetico (επίθ.)
ipotiposi (θηλ.ουσ)
ipotiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipotiroidismo (ουσ αρσ )
ipotizzare (ρ. μτβ.)
ipotonia (θηλ.ουσ)
ipotonico (επίθ.)
ipotrofia (θηλ.ουσ)
ipotrofico (επίθ.)
ipovitaminosi (θηλ.ουσ)
ippica (θηλ.ουσ)
ippico (επίθ.)
ippocampo (ουσ αρσ )
ippocastano (ουσ αρσ )
Ippocrate (ουσ αρσ )
ippocratico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---