Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipòfisi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈpɔfizi]

υπόφυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipofisario ipofosfato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipocrita (επίθ.)
ipocritico (επίθ.)
ipoderma (ουσ αρσ )
ipodermico (επίθ.)
ipofisario (επίθ.)
ipofisi (θηλ.ουσ)
ipofosfato (ουσ αρσ )
ipofosforico (επίθ.)
ipofosforoso (επίθ.)
ipogastrico (επίθ.)
ipogastrio (ουσ αρσ )
ipogeo (ουσ αρσ )
ipogeo (επίθ.)
ipoglicemia (θηλ.ουσ)
ipoglicemico (επίθ.)
ipoglobulia (θηλ.ουσ)
ipoglosso (ουσ αρσ )
ipoglosso (επίθ.)
ipoglottide (θηλ.ουσ)
ipometropia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---