Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipertrofìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ipertroˈfia]

υπερτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipertricosi ipertrofico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipertiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertiroidismo (ουσ αρσ )
ipertonia (θηλ.ουσ)
ipertossico (επίθ.)
ipertricosi (θηλ.ουσ)
ipertrofia (θηλ.ουσ)
ipertrofico (επίθ.)
iperuricemia (θηλ.ουσ)
ipervelocità (θηλ.ουσ)
ipervitaminico (επίθ.)
ipervitaminosi (θηλ.ουσ)
ipnagogico (επίθ.)
ipnologia (θηλ.ουσ)
ipnopedia (θηλ.ουσ)
ipnosi (θηλ.ουσ)
ipnoterapia (θηλ.ουσ)
ipnotico (επίθ.)
ipnotismo (ουσ αρσ )
ipnotizzare (ρ. μτβ.)
ipnotizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---