Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipnotizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipnotiddzaˈtore]

υπνωτιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipnotizzare ipoacusia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipnosi (θηλ.ουσ)
ipnoterapia (θηλ.ουσ)
ipnotico (επίθ.)
ipnotismo (ουσ αρσ )
ipnotizzare (ρ. μτβ.)
ipnotizzatore (ουσ αρσ )
ipoacusia (θηλ.ουσ)
ipoalimentazione (θηλ.ουσ)
ipoazotide (θηλ.ουσ)
ipoblasto (ουσ αρσ )
ipocalorico (επίθ.)
ipocentro (ουσ αρσ )
ipocicloide (επίθ.)
ipocloridria (θηλ.ουσ)
ipoclorito (ουσ αρσ )
ipocloroso (επίθ.)
ipocondria (θηλ.ουσ)
ipocondriaco (αρσ. επίθ και ουσ)
ipocondrico (επίθ.)
ipocondrio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---