Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iperuricemìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iperuriʧeˈmia]

Υπερουριχαιμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipertrofico ipervelocità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipertonia (θηλ.ουσ)
ipertossico (επίθ.)
ipertricosi (θηλ.ουσ)
ipertrofia (θηλ.ουσ)
ipertrofico (επίθ.)
iperuricemia (θηλ.ουσ)
ipervelocità (θηλ.ουσ)
ipervitaminico (επίθ.)
ipervitaminosi (θηλ.ουσ)
ipnagogico (επίθ.)
ipnologia (θηλ.ουσ)
ipnopedia (θηλ.ουσ)
ipnosi (θηλ.ουσ)
ipnoterapia (θηλ.ουσ)
ipnotico (επίθ.)
ipnotismo (ουσ αρσ )
ipnotizzare (ρ. μτβ.)
ipnotizzatore (ουσ αρσ )
ipoacusia (θηλ.ουσ)
ipoalimentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---