Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipertiroidìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ipertirojˈdizmo]

Υπερθυρεοειδισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipertiroideo ipertonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipertensivo (επίθ.)
ipertermia (θηλ.ουσ)
iperteso (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertesto (ουσ αρσ )
ipertiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertiroidismo (ουσ αρσ )
ipertonia (θηλ.ουσ)
ipertossico (επίθ.)
ipertricosi (θηλ.ουσ)
ipertrofia (θηλ.ουσ)
ipertrofico (επίθ.)
iperuricemia (θηλ.ουσ)
ipervelocità (θηλ.ουσ)
ipervitaminico (επίθ.)
ipervitaminosi (θηλ.ουσ)
ipnagogico (επίθ.)
ipnologia (θηλ.ουσ)
ipnopedia (θηλ.ουσ)
ipnosi (θηλ.ουσ)
ipnoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---