Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipertensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ipertenˈsjone]

η υπέρταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipersurrenalismo ipertensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipersensibilità (θηλ.ουσ)
ipersonico (επίθ.)
ipersostentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
iperspazio (ουσ αρσ )
ipersurrenalismo (ουσ αρσ )
ipertensione (θηλ.ουσ)
ipertensivo (επίθ.)
ipertermia (θηλ.ουσ)
iperteso (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertesto (ουσ αρσ )
ipertiroideo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipertiroidismo (ουσ αρσ )
ipertonia (θηλ.ουσ)
ipertossico (επίθ.)
ipertricosi (θηλ.ουσ)
ipertrofia (θηλ.ουσ)
ipertrofico (επίθ.)
iperuricemia (θηλ.ουσ)
ipervelocità (θηλ.ουσ)
ipervitaminico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---