Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidromèle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [idroˈmɛle] 1 ρόφημα με νερό μέλι μαγιά και ζύμη 2 υδρόμελι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |