Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidromotóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,idromoˈtore] 1 τουρμπίνα 2 στροβιλοκινητήρας 3 υδροκινητήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |