Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidròpico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔpiko] ασθενής με υδρωπικία idròpico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔpiko] υδρωπικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |