Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idromanzìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [idromanˈtsia]

υδρομαντεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idromante idromeccanica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrolizzato (επίθ.)
idrologia (θηλ.ουσ)
idrologico (επίθ.)
idrologo (ουσ αρσ )
idromante (ουσ αρσ και θηλ.)
idromanzia (θηλ.ουσ)
idromeccanica (θηλ.ουσ)
idromedusa (θηλ.ουσ)
idromele (ουσ αρσ )
idrometallurgia (θηλ.ουσ)
idrometeora (θηλ.ουσ)
idrometra (ουσ αρσ και θηλ.)
idrometria (θηλ.ουσ)
idrometrico (επίθ.)
idrometro (ουσ αρσ )
idromotore (ουσ αρσ )
idronautica (θηλ.ουσ)
idrope (ουσ αρσ )
idropico (ουσ αρσ )
idropico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---