Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidromedùsa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,idromeˈduza] 1 τσούχτρα 2 υδρομέδουσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |