Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filtratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [filtraˈtore]

φιλτραρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filtrare filtrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filovia (θηλ.ουσ)
filoviario (επίθ.)
filtrabile (επίθ.)
filtrabilità (θηλ.ουσ)
filtrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
filtratore (αρσ. επίθ και ουσ)
filtrazione (θηλ.ουσ)
filtro (ουσ αρσ )
filugello (ουσ αρσ )
filza (θηλ.ουσ)
fimosi (θηλ.ουσ)
finale (ουσ αρσ )
finale (θηλ.ουσ)
finale (επίθ.)
finalino (ουσ αρσ )
finalissima (θηλ.ουσ)
finalista (ουσ αρσ και θηλ.)
finalistico (επίθ.)
finalità (θηλ.ουσ)
finalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---