Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filovìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,filoˈvia]

1 τρόλεὶ
2 γραμμή τρόλεὶ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filotecnico filoviario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filosofume (ουσ αρσ )
filosovietico (αρσ. επίθ και ουσ)
filossera (θηλ.ουσ)
Filostrato (κύρ.όν. αρσ.)
filotecnico (επίθ.)
filovia (θηλ.ουσ)
filoviario (επίθ.)
filtrabile (επίθ.)
filtrabilità (θηλ.ουσ)
filtrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
filtratore (αρσ. επίθ και ουσ)
filtrazione (θηλ.ουσ)
filtro (ουσ αρσ )
filugello (ουσ αρσ )
filza (θηλ.ουσ)
fimosi (θηλ.ουσ)
finale (ουσ αρσ )
finale (θηλ.ουσ)
finale (επίθ.)
finalino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---