Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filosoviètico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,filosoˈvjɛtiko]

φιλοσοβιετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filosofume filossera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filosoficamente (επίρ.)
filosofico (επίθ.)
filosofismo (ουσ αρσ )
filosofo (ουσ αρσ )
filosofume (ουσ αρσ )
filosovietico (αρσ. επίθ και ουσ)
filossera (θηλ.ουσ)
Filostrato (κύρ.όν. αρσ.)
filotecnico (επίθ.)
filovia (θηλ.ουσ)
filoviario (επίθ.)
filtrabile (επίθ.)
filtrabilità (θηλ.ουσ)
filtrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
filtratore (αρσ. επίθ και ουσ)
filtrazione (θηλ.ουσ)
filtro (ουσ αρσ )
filugello (ουσ αρσ )
filza (θηλ.ουσ)
fimosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---