Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filosofànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [filozoˈfante]

1 θυμόσοφος
2 ψευτοφιλόσοφος

filosofànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [filozoˈfante]

φιλοσοφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filosofale filosofare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filoncino (ουσ αρσ )
filondente (ουσ αρσ )
filone (ουσ αρσ )
filoso (επίθ.)
filosofale (επίθ.)
filosofante (ουσ αρσ )
filosofante (επίθ.)
filosofare (ρ.αμτβ.)
filosofastro (ουσ αρσ )
filosofeggiare (ρ.αμτβ.)
filosofema (ουσ αρσ )
filosofessa (θηλ.ουσ)
filosofia (θηλ.ουσ)
filosoficamente (επίρ.)
filosofico (επίθ.)
filosofismo (ουσ αρσ )
filosofo (ουσ αρσ )
filosofume (ουσ αρσ )
filosovietico (αρσ. επίθ και ουσ)
filossera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---