Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiloncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [filonˈʧino] 1 φραντζόλα λεπτή και μακριά 2 φραντζολάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |