Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈlone]

(di pane) η φρατζόλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filondente filoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filologia (θηλ.ουσ)
filologico (επίθ.)
filologo (ουσ αρσ )
filoncino (ουσ αρσ )
filondente (ουσ αρσ )
filone (ουσ αρσ )
filoso (επίθ.)
filosofale (επίθ.)
filosofante (ουσ αρσ )
filosofante (επίθ.)
filosofare (ρ.αμτβ.)
filosofastro (ουσ αρσ )
filosofeggiare (ρ.αμτβ.)
filosofema (ουσ αρσ )
filosofessa (θηλ.ουσ)
filosofia (θηλ.ουσ)
filosoficamente (επίρ.)
filosofico (επίθ.)
filosofismo (ουσ αρσ )
filosofo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---