Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalpalà
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [falpaˈla] 1 σούφρα 2 βολάν 3 φαλμπαλάς 4 φραμπαλάς 5 κρόσσι 6 στρίφωμα 7 φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος φορέματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |