Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falpalà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falpaˈla]

1 σούφρα
2 βολάν
3 φαλμπαλάς
4 φραμπαλάς
5 κρόσσι
6 στρίφωμα
7 φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος φορέματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  faloppa falsamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fallocrazia (θηλ.ουσ)
fallosità (θηλ.ουσ)
falloso (επίθ.)
falò (ουσ αρσ )
faloppa (θηλ.ουσ)
falpalà (ουσ αρσ )
falsamente (επίρ.)
falsare (ρ. μτβ.)
falsariga (θηλ.ουσ)
falsario (αρσ. επίθ και ουσ)
falsatura (θηλ.ουσ)
falsetto (ουσ αρσ )
falsificabile (επίθ.)
falsificare (ρ. μτβ.)
falsificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falsificazione (θηλ.ουσ)
falsità (θηλ.ουσ)
falso (επίθ.)
falsopiano (ουσ αρσ )
fama (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---