Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalegnamerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [faleɲɲameˈria] 1 μαραγκοσύνη 2 μαραγκούδικο 3 ξυλουργική 4 επιπλοποιείο 5 λεπτοτεχνία 6 σανιδάδικο 7 λεπτουργική 8 ξυλουργείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |