Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falèsia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [faˈlɛzja]

απότομη πλευρά βράχου ή πάγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falesa falla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falegname (ουσ αρσ )
falegnameria (θηλ.ουσ)
falena (θηλ.ουσ)
falerno (αρσ. επίθ και ουσ)
falesa (θηλ.ουσ)
falesia (θηλ.ουσ)
falla (θηλ.ουσ)
fallace (επίθ.)
fallacia (θηλ.ουσ)
fallare (ρ.αμτβ.)
fallibile (επίθ.)
fallibilità (θηλ.ουσ)
fallicismo (ουσ αρσ )
fallico (επίθ.)
fallimentare (επίθ.)
fallimento (ουσ αρσ )
fallire (ρ.αμτβ.)
fallire (ρ. μτβ.)
fallito (ουσ αρσ )
fallito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---