Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falliˈmento]

η χρεωκοπία, η πτώχεθση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fallimentare fallire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fallibile (επίθ.)
fallibilità (θηλ.ουσ)
fallicismo (ουσ αρσ )
fallico (επίθ.)
fallimentare (επίθ.)
fallimento (ουσ αρσ )
fallire (ρ.αμτβ.)
fallire (ρ. μτβ.)
fallito (ουσ αρσ )
fallito (επίθ.)
fallo (ουσ αρσ )
fallocrate (ουσ αρσ )
fallocratico (επίθ.)
fallocrazia (θηλ.ουσ)
fallosità (θηλ.ουσ)
falloso (επίθ.)
falò (ουσ αρσ )
faloppa (θηλ.ουσ)
falpalà (ουσ αρσ )
falsamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---