Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falconière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falkoˈnjɛre]

1 εκπαιδευτής γερακιών
2 γερακάρης
3 ιερακοτρόφος
4 κυνηγός που έχει γεράκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falconetto falda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falco (ουσ αρσ )
falconara (θηλ.ουσ)
falcone (ουσ αρσ )
falconeria (θηλ.ουσ)
falconetto (ουσ αρσ )
falconiere (ουσ αρσ )
falda (θηλ.ουσ)
faldato (επίθ.)
faldistorio (ουσ αρσ )
falegname (ουσ αρσ )
falegnameria (θηλ.ουσ)
falena (θηλ.ουσ)
falerno (αρσ. επίθ και ουσ)
falesa (θηλ.ουσ)
falesia (θηλ.ουσ)
falla (θηλ.ουσ)
fallace (επίθ.)
fallacia (θηλ.ουσ)
fallare (ρ.αμτβ.)
fallibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---