Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàlda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfalda] 1 γεωλογικό στρώμα 2 κλίση οροφής 3 νιφάδα 4 γείσο καπέλου 5 ουρά 6 πίσω τμήμα πυροβόλου 7 πλαγιά 8 άκρο σέλας 9 επικάλυψη βάτας 10 πλάκα (βράχου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |