Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falcóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [falˈkone]

1 βίντσι
2 γεράκι κυνηγετικό
3 γερανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falconara falconeria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falcidiare (ρ. μτβ.)
falciforme (επίθ.)
falcione (ουσ αρσ )
falco (ουσ αρσ )
falconara (θηλ.ουσ)
falcone (ουσ αρσ )
falconeria (θηλ.ουσ)
falconetto (ουσ αρσ )
falconiere (ουσ αρσ )
falda (θηλ.ουσ)
faldato (επίθ.)
faldistorio (ουσ αρσ )
falegname (ουσ αρσ )
falegnameria (θηλ.ουσ)
falena (θηλ.ουσ)
falerno (αρσ. επίθ και ουσ)
falesa (θηλ.ουσ)
falesia (θηλ.ουσ)
falla (θηλ.ουσ)
fallace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---