Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalcìdia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [falˈʧidja] 1 δραστικός περιορισμός 2 σφαγή 3 περικοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |