Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepizòo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [epidˈdzɔo] 1 ζωικό εξωπαράσιτο 2 επίζωον 3 φυτικό εξωπαράσιτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |