Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epizòo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [epidˈdzɔo]

1 ζωικό εξωπαράσιτο
2 επίζωον
3 φυτικό εξωπαράσιτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Epitteto epizootico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epiteto (ουσ αρσ )
epitomare (ρ. μτβ.)
epitomatore (ουσ αρσ )
epitome (θηλ.ουσ)
Epitteto (κύρ.όν. αρσ.)
epizoo (ουσ αρσ )
epizootico (επίθ.)
epizoozia (θηλ.ουσ)
epoca (θηλ.ουσ)
epodico (επίθ.)
epodo (ουσ αρσ )
eponimo (ουσ αρσ )
epopea (θηλ.ουσ)
epos (ουσ αρσ )
epossidico (επίθ.)
epossido (ουσ αρσ )
eppure (σύνδ.)
epsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
epsomite (θηλ.ουσ)
eptacordo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---