Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epitomatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [epitomaˈtore]

1 αυτός που συμπτύσσει
2 αυτός που συνοψίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epitomare epitome  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epitelioma (ουσ αρσ )
epitesi (θηλ.ουσ)
epitetico (επίθ.)
epiteto (ουσ αρσ )
epitomare (ρ. μτβ.)
epitomatore (ουσ αρσ )
epitome (θηλ.ουσ)
Epitteto (κύρ.όν. αρσ.)
epizoo (ουσ αρσ )
epizootico (επίθ.)
epizoozia (θηλ.ουσ)
epoca (θηλ.ουσ)
epodico (επίθ.)
epodo (ουσ αρσ )
eponimo (ουσ αρσ )
epopea (θηλ.ουσ)
epos (ουσ αρσ )
epossidico (επίθ.)
epossido (ουσ αρσ )
eppure (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---