Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epilazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epilatˈtsjone]

αποτρίχωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epilatorio epilessia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)
epigrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
epilatorio (επίθ.)
epilazione (θηλ.ουσ)
epilessia (θηλ.ουσ)
epilettico (αρσ. επίθ και ουσ)
epilettoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
epilobio (ουσ αρσ )
epilogo (ουσ αρσ )
epiploon (ουσ αρσ )
Epiro (κύρ.όν. αρσ.)
episcopale (επίθ.)
episcopaliano (αρσ. επίθ και ουσ)
episcopato (ουσ αρσ )
episcopio (ουσ αρσ )
episodico (επίθ.)
episodio (ουσ αρσ )
epispastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---