Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόepiscòpio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [episˈkɔpjo] 1 επισκοπικός 2 επισκοπή 3 κατοικία ή έδρα επισκόπου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |