Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


episcopàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [episkoˈpato]

1 επισκοπεία
2 επισκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  episcopaliano episcopio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epilogo (ουσ αρσ )
epiploon (ουσ αρσ )
Epiro (κύρ.όν. αρσ.)
episcopale (επίθ.)
episcopaliano (αρσ. επίθ και ουσ)
episcopato (ουσ αρσ )
episcopio (ουσ αρσ )
episodico (επίθ.)
episodio (ουσ αρσ )
epispastico (επίθ.)
epistassi (θηλ.ουσ)
epistematico (επίθ.)
epistemologia (θηλ.ουσ)
epistemologico (επίθ.)
epistemologo (ουσ αρσ )
epistilio (ουσ αρσ )
epistola (θηλ.ουσ)
epistolare (επίθ.)
epistolario (ουσ αρσ )
epistolografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---