Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epistemòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [e,pisteˈmɔlogo]

ερευνητής ή φιλόσοφος της επιστημολογίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epistemologico epistilio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epispastico (επίθ.)
epistassi (θηλ.ουσ)
epistematico (επίθ.)
epistemologia (θηλ.ουσ)
epistemologico (επίθ.)
epistemologo (ουσ αρσ )
epistilio (ουσ αρσ )
epistola (θηλ.ουσ)
epistolare (επίθ.)
epistolario (ουσ αρσ )
epistolografia (θηλ.ουσ)
epistolografo (ουσ αρσ )
epistrofe (θηλ.ουσ)
epistrofeo (ουσ αρσ )
epitaffio (ουσ αρσ )
epitalamico (επίθ.)
epitalamio (ουσ αρσ )
epitalamo (ουσ αρσ )
epiteliale (επίθ.)
epitelio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---