Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epistrofèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [epistroˈfɛo]

άξονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epistrofe epitaffio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epistolare (επίθ.)
epistolario (ουσ αρσ )
epistolografia (θηλ.ουσ)
epistolografo (ουσ αρσ )
epistrofe (θηλ.ουσ)
epistrofeo (ουσ αρσ )
epitaffio (ουσ αρσ )
epitalamico (επίθ.)
epitalamio (ουσ αρσ )
epitalamo (ουσ αρσ )
epiteliale (επίθ.)
epitelio (ουσ αρσ )
epitelioma (ουσ αρσ )
epitesi (θηλ.ουσ)
epitetico (επίθ.)
epiteto (ουσ αρσ )
epitomare (ρ. μτβ.)
epitomatore (ουσ αρσ )
epitome (θηλ.ουσ)
Epitteto (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---