Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epigrammatizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [epigrammatidˈdzare]

εκφράζομαι επιγραμματικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epigrammatico epigrammista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epigrafico (επίθ.)
epigrafista (ουσ αρσ και θηλ.)
epigramma (ουσ αρσ )
epigrammatica (θηλ.ουσ)
epigrammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
epigrammatizzare (ρ. μτβ.)
epigrammista (ουσ αρσ και θηλ.)
epilatorio (επίθ.)
epilazione (θηλ.ουσ)
epilessia (θηλ.ουσ)
epilettico (αρσ. επίθ και ουσ)
epilettoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
epilobio (ουσ αρσ )
epilogo (ουσ αρσ )
epiploon (ουσ αρσ )
Epiro (κύρ.όν. αρσ.)
episcopale (επίθ.)
episcopaliano (αρσ. επίθ και ουσ)
episcopato (ουσ αρσ )
episcopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---